Το ταξίδι σε ένα από τα καλύτερα αεροδρόμια του κόσμου θα γίνει ακόμη πιο ομαλό το επόμενο έτος.
Από το 2024, οι αξιωματούχοι λένε ότι το αεροδρόμιο Τσανγκί της Σιγκαπούρης θα εφαρμόσει την αυτοματοποιημένη διεκπεραίωση του ελέγχου των επιβατών, η οποία θα επιτρέπει στους επιβάτες να αναχωρούν από την πόλη-κράτος χωρίς διαβατήρια, χρησιμοποιώντας μόνο βιομετρικά δεδομένα.
«Η Σιγκαπούρη θα είναι μία από τις λίγες πρώτες χώρες στον κόσμο που θα εφαρμόσει την αυτοματοποιημένη, χωρίς διαβατήριο τη διεκπεραίωση του ελέγχου των επιβατών», ανακοίνωσε η υπουργός Επικοινωνιών Ζοζεφίν Τέο κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του κοινοβουλίου τη Δευτέρα, κατά την οποία ψηφίστηκαν αρκετές αλλαγές στον νόμο περί ταξιδιοτικών κανόνων της χώρας.
Η βιομετρική τεχνολογία, μαζί με το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου, χρησιμοποιείται ήδη σε κάποιο βαθμό στο αεροδρόμιο Τσάνγκι στις αυτοματοποιημένες λωρίδες στα σημεία ελέγχου ταξιδιοτών.
Όμως οι επερχόμενες αλλαγές θα «μειώσουν την ανάγκη για τους επιβάτες να παρουσιάζουν επανειλημμένα τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα στα σημεία επαφής και θα επιτρέψουν μια πιο απρόσκοπτη και βολική διεκπεραίωση», δήλωσε η Τέο.
Τα βιομετρικά στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ενός «ενιαίου σήματος πιστοποίησης» που θα χρησιμοποιείται σε διάφορα αυτοματοποιημένα σημεία επαφής – από την παράδοση της αποσκευής μέχρι τον έλεγχο των επιβατών και την επιβίβαση – εξαλείφοντας την ανάγκη για φυσικά ταξιδιωτικά έγγραφα όπως οι κάρτες επιβίβασης και τα διαβατήρια.
Ωστόσο, τα διαβατήρια θα εξακολουθήσουν να απαιτούνται για πολλές χώρες εκτός Σιγκαπούρης που δεν προσφέρουν τη δυνατότητα ταξιδιού χωρίς διαβατήριο, υπογράμμισε η Τέο.
Το αεροδρόμιο Τσανγκί της Σιγκαπούρης, που συχνά κατατάσσεται ως το καλύτερο αεροδρόμιο στον κόσμο και ένα από τα πιο πολυσύχναστα, εξυπηρετεί περισσότερες από 100 αεροπορικές εταιρείες που πραγματοποιούν πτήσεις προς 400 πόλεις σε περίπου 100 χώρες και εδάφη παγκοσμίως.
Τον Ιούνιο διακίνησε 5,12 εκατομμύρια επιβάτες, ξεπερνώντας το όριο των 5 εκατομμυρίων για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο του 2020, όταν χτύπησε η πανδημία του κορονοϊού.
Το αεροδρόμιο αποτελεί από μόνο του έναν προορισμό και διαθέτει σήμερα τέσσερις τερματικούς σταθμούς.
Πρόκειται να επεκταθεί, προσθέτοντας έναν πέμπτο για να εξυπηρετήσει τον αυξανόμενο αριθμό ταξιδιωτών.
Το αεροδρόμιο Τσανγκί προβλέπει επιστροφή στα προ της πανδημίας επίπεδα επιβατικής και αεροπορικής κίνησης και εξέφρασε την ελπίδα ότι το επερχόμενο βιομετρικό σύστημα θα συμβάλει στην ομαλότερη ροή των επιβατών.
«Τα σημεία ελέγχου των επιβατών μας πρέπει να είναι σε θέση να διαχειρίζονται αποτελεσματικά αυτόν τον υψηλό και αυξανόμενο όγκο ταξιδιωτών και να παρέχουν μια θετική εμπειρία διεκπεραίωσης, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλειά μας», δήλωσε η Τεό.
Το μέλλον των ταξιδιών;
Τα απρόσκοπτα ταξίδια έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος σε όλο τον κόσμο και η βιομετρική ταυτοποίηση θα μπορούσε σύντομα να αποτελέσει το μέλλον των ταξιδιών, λένε οι παρατηρητές.
Το 2018, το Διεθνές Αεροδρόμιο του Ντουμπάι καθιέρωσε βιομετρικές σήραγγες «Έξυπνες Πύλες», οι οποίες χρησιμοποιούν την αναγνώριση προσώπου για να επαληθεύουν την ταυτότητα των ταξιδιωτών σε μόλις πέντε δευτερόλεπτα. Οι επιβάτες μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τα δακτυλικά τους αποτυπώματα ή τις σαρώσεις προσώπου για την πιστοποίηση ταυτότητας, αντί να βασίζονται σε φυσικά διαβατήρια.
Σε άλλα μέρη του κόσμου, η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου χρησιμοποιείται ήδη σε κάποιο βαθμό στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Χονγκ Κονγκ, στο Τόκιο Ναρίτα, στο Τόκιο Χανέντα, στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ιντίρα Γκάντι στο Δελχί, στο Χίθροου του Λονδίνου και στο Σαρλ ντε Γκολ του Παρισιού, μεταξύ άλλων αεροδρομίων.
Οι ψηφιακές ταυτότητες, συμβατές με τα πρότυπα του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) στην Αρούμπα, επιτρέπουν στους ταξιδιώτες να ταξιδεύουν χρησιμοποιώντας ασφαλείς ψηφιακές εκδόσεις των διαβατηρίων τους σε κινητά τηλέφωνα.
Στις ΗΠΑ, μεγάλες αεροπορικές εταιρείες όπως η American Airlines, η United και η Delta πειραματίζονται με βιομετρικό check-in, παράδοση αποσκευών και πύλες επιβίβασης σε επιλεγμένα αεροδρόμια τα τελευταία δύο χρόνια.
Πηγή: CNN