Πώς είναι να μένεις σε έναν μύλο στις Κυκλάδες;

37

Της Μελπομένης Μαραγκίδου από το Vice

Στο πιο ψηλό σημείο του Αρτεμώνα, του γραφικού οικισμού της Σίφνου, στέκουν αγέρωχοι δύο μύλοι. Τριγύρω θάλασσα, λίγα ασβεστωμένα σπίτια και ουρανός. Τίποτα δεν εγκλωβίζει το βλέμμα σου. Το μόνο που ακούς είναι τα μελτέμια που μπλέκονται στις ακτίνες του μύλου. Μία μαύρη γάτα αγναντεύει τη θάλασσα. Σε αντίθεση με όσα λένε οι δεισιδαιμονίες, εδώ μοιάζει να αποτελεί σημάδι ότι υπάρχει ζωή.

Ένας μαυροφορεμένος άντρας ξεπροβάλλει μέσα από το μύλο. Είναι ο Γιαννούκας. Έχουμε δώσει ραντεβού κι έχω υποσχεθεί ότι θα του φέρω από τον οικισμό έναν κρύο καφέ. Δεν θυμάμαι πώς τον πίνει, αλλά στο μαγαζί τον ξέρουν καλά. Ανάβει ένα τσιγάρο και αρχίζουμε να μιλάμε. Παράλληλα, τις ώρες που περνάω μαζί του, έχω την τύχη να παρακολουθώ τον ουρανό να αλλάζει τα πιο όμορφα χρώματα. Και δεν το λέω με υπερβολή. Αργότερα το ίδιο βράδυ ένας Ά Μηχανικός στα καράβια θα πει: «Έχω ταξιδέψει όλο τον κόσμο και σήμερα είδα το καλύτερο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου».

Πίσω στον μύλο, ο Γιαννούκας ξεκινά να μου εμπιστεύεται την ιστορία του: «Ήρθα να μείνω εδώ πρώτη φορά πριν από τρία χρόνια. Στην αρχή έμενα στα δωματιάκια πιο δίπλα. Μια μέρα είχα ξαπλώσει κάτω στην αυλή μπροστά από τον μύλο, με ένα παρεό. Με το που τελείωσα τη σκέψη ότι πολύ θα ήθελα να μπω μέσα, ανεβαίνει ένας τύπος από τα σκαλιά και με βλέπει ξάπλα. Σηκώνομαι, συστήνομαι και του λέω ότι ακριβώς πριν μερικά δευτερόλεπτα σκεφτόμουν πόσο πολύ θα γούσταρα να δω τον μύλο. Μου λέει, πέρνα. Ήταν ο ιδιοκτήτης. Γίναμε φιλαράκια. Τι θέλω να πω; Ότι αν θες κάτι πραγματικά στη ζωή σου, γίνεται».

Μπαίνω κι εγώ και κάνω μία περιήγηση στον μύλο. Στο κάτω μέρος υπάρχει ένα σαλονάκι. Στα αριστερά μία σκάλα που οδηγεί σε ένα διπλό στρώμα έξυπνα τοποθετημένο για να κερδίσει χώρο. Στον πάνω όροφο βρίσκεται ο μηχανισμός του μύλου και δύο παράθυρα που βλέπουν θάλασσα και ηλιοβασίλεμα.

Η τουαλέτα είναι εκτός μύλου, όπως συνηθιζόταν άλλωστε και στα παλιά σπίτια. Όλα φαίνεται να έχουν τη θέση τους σε έναν χώρο χωρίς γωνίες.

«Δεν το είχα υποψιαστεί ότι είναι διαφορετικό να ζεις σε στρογγυλό μέρος. Ο στρογγυλός χώρος είναι δύσκολος, γιατί ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να γεωμετρείται. Στο στρογγυλό χώρο η ενέργεια γυρνάει παράξενα, ζαλιστικά. Εμένα μία-δυο φορές, με έχει ρίξει κάτω. Αν μπει ο αέρας μέσα, θα πιάσει το ντουβάρι και θα γυρίσει. Μετά κατάλαβα ότι πρέπει να βάζω το κεφάλι μου από εκεί που φυσάει ο άνεμος όταν κοιμάμαι. Όταν το έκανα αυτό, ξυπνούσα την άλλη μέρα νορμάλ».

«Πώς είναι να ζεις λοιπόν σε έναν μύλο στις Κυκλάδες;», τον ρωτάω. «Η δική μου θεωρία λέει ότι οι μύλοι στις Κυκλάδες είναι τα παλάτια. Κουβαλούν τόσο ιδρώτα, τόσα συναισθήματα. Σε αντίθεση με τα εκκλησάκια, που είναι οι τράπεζες. Είναι μαγικό να ζεις στο μύλο. Μάλιστα αυτός, είναι από τους λίγους μύλους που λειτουργεί. Αν θελήσει κάποοιος να βγάλει αλεύρι, μπορεί. Είναι ένα γερασμένο σκαρί το οποίο διατηρείται υπέροχα. Κάνει ήχους άλλων εποχών, άλλων σκηνικών. Είναι ξύλο που παλεύει με τον αέρα», υποστηρίζει ο Γιαννούκας.

Μπορεί να μην ξέρει ακριβώς την ιστορία του μύλου, θέλει να φαντάζεται όμως πως «ήταν ένα ωραίο “καφενείο” της εποχής που μαζεύονταν οι άνθρωποι να κάνουν την δουλειά τους, να βγάλουν αλεύρι και έλεγαν ωραίες κουβέντες. Φτωχές, απλές κι ωραίες ιστορίες».

Ο Γιαννούκας μιλάει με χαμηλή ένταση που αρμόζει απόλυτα στο σκηνικό. Έχουμε βγει στην αυλή και όσο μιλάμε, ο ήλιος κατεβαίνει σιγά-σιγά προς τους λόφους. Τον ρωτώ αν του αρέσει το τοπίο περισσότερο την αυγή ή το δύση. «Και τα δύο. Τους τρεις μήνες που μένω εδώ σίγουρα θα δω και ανατολή και δύση. Το πιο εντυπωσιακό χρώμα είναι το πορτοκαλί. Ένα έντονο φωτεινό πριν πέσει η νύχτα. Ποτέ όμως δεν είναι το ίδιο». Αναρωτιέμαι τι κάνει το χειμώνα. «Δεν μπορείς να ζήσεις τον χειμώνα εδώ. Δυστυχώς. Έχει πολλή υγρασία. Όταν φεύγω, πάω στο δάσος, στη Βαρυμπόμπη. Βγαίνω από το σπίτι, μπαίνω στα χωμάτινα μονοπάτια και τρέχω στο δάσος».

Ο Γιαννούκας έχει επιλέξει μία διαφορετική ζωή, πράγμα που μου προκαλεί θαυμασμό. Μάλιστα μαζί και με άλλους θέλει εθελοντικά να αρχίσει να φροντίζει και να ασπρίζει ό,τι μύλο υπάρχει στη Σίφνο. «Δουλεύω το ξύλο για να επιβιώσω. Έκανα άλλα πράγματα στη ζωή μου μέχρι τα 33 μου. Ήμουν καθηγητής σε σχολεία. Είχα σπουδάσει Γυμναστική Ακαδημία. Και κατάλαβα κάποια στιγμή πως ούτε το πίστευα, ούτε το γούσταρα». Τον ρωτάω λοιπόν τι ήταν αυτό που του έκανε το κλικ. «Ένας θάνατος», μου απαντά. «Είδα ότι όλα ήταν ένα ψέμα. Έπρεπε να βρω μια άλλη αλήθεια και θα ρεφάριζα. Και κάπως έτσι έφυγα. Ασχολήθηκα λιγότερο με τους ανθρώπους. Εντάξει, οι άνθρωποι σε γεμίζουν, σε αδειάζουν, αλλά δεν είναι αυτό που λέμε ζωή. Η ζωή είναι κι έξω από τους ανθρώπους».

Αυτό που τον έφερε στη Σίφνο ήταν ένα όνειρο: «Είχα στο νησί τον κολλητό μου που μεγαλώσαμε μαζί. Είχαμε ένα ονειράκι, να φτιάξουμε ένα ταβερνάκι εδώ. Ήταν εξαιρετικός και μερακλής στην κουζίνα. Ήρθαμε για να φτιάξουμε αυτό το μαγαζάκι. Στην πορεία δεν μας βγήκε. Και μία από τις φορές που ήρθα, τον έβαλα και στο φέρετρο». «Αυτός ο θάνατος σου άλλαξε τη ζωή;», τον ρωτάω. «Όχι αυτός. Αυτός με απλοποίησε», μου απαντά.

Την συζήτηση διακόπτουν κάποιοι τουρίστες που έρχονται να δουν το ηλιοβασίλεμα από τον μύλο. Περισσότερο ασχολούνται με το να βγάλουν την τέλεια σέλφι παρά να απολαύσουν τα χρώματα στον ουρανό και το σύννεφο που σκίζει σαν κεραυνός στη μέση τον ήλιο.

«Εδώ βλέπεις το έργο όλου του κόσμου. Έχω δει ανθρώπους πολύ ευγενείς, ανθρώπους ηλίθιους, ανθρώπους που ξέρουν να περπατήσουν, ανθρώπους που αντιλαμβάνονται από μακριά ότι εδώ υπάρχει ζωή. Έρχονται εδώ και μαλακώνουν όλοι. Αν παρατηρήσεις, έχεις απεριόριστο ορίζονται κι αυτό σε βοηθάει πολύ στον τρόπο που σκέφτεσαι. Δεν σκέφτεσαι εγκλωβισμένα, όπως στις πολυκατοικίες και τα διαμερίσματα. Εδώ φεύγει η σκέψη. Εδώ, όλα τελικά τα λύνεις».