Κατηφορίζοντας το δρομάκι που οδηγεί στο Πόρτο Καλαμίτσι, ανάμεσα σε ελιές, κυπαρίσσια και αγριόχορτα, με τον Ταΰγετο πίσω σου κι αφού περάσεις ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στους Ταξιάρχες –εκεί όπου σκορπίστηκε η στάχτη του Μπρους Τσάτουιν–, η θέα της θάλασσας προβάλλει με τέτοιον τρόπο, που σου κόβεται η ανάσα.
Μέχρι που φτάνεις σε ένα σπίτι που ό,τι και να έχεις ακούσει, όσα κι αν έχεις διαβάσει γι’ αυτό, ακόμα και αν το έχεις δει σε φωτογραφίες, όταν τελικά το αντικρίζεις ή περνάς το κατώφλι του, μαγεύεσαι.
Σαν να βρίσκεσαι σε έναν τόπο που το οίκημα αποτελούσε ανέκαθεν κομμάτι του, σαν κάτι που είναι εκεί χρόνια πολλά, ίσως και αιώνες, όπως τα μοναστήρια της Καλαβρίας, οι αγροικίες της Τοσκάνης, τα κάστρα της νότιας Γαλλίας, οι αρχαίες πέτρες της ελληνικής γης. Κι όμως, αυτό είναι ένα σπίτι όπου κάποτε έζησε ένας χαρισματικός άνθρωπος με τη σύντροφό του. Αυτοί το έχτισαν βάζοντας προσωπική δουλειά, αλλά και με τη βοήθεια ντόπιων λιθοξόων, παραδοσιακών τεχνιτών και εργατών, κατοίκων, ως επί το πλείστον, της μικρής ακόμα τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, Καρδαμύλης.
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και η σύζυγός του Τζόαν εντόπισαν αυτήν τη θεϊκή άκρη της γης το 1963 στις περιπλανήσεις τους ανά την Ελλάδα, ψάχνοντας να βρουν έναν τόπο για να χτίσουν μια μόνιμη κατοικία και ησυχαστήριο. Ένα σπίτι, όπως το ονειρευόντουσαν, για να καλούν τους φίλους τους από τη Βρετανία, την Ελλάδα και τον κόσμο, ως κοσμοπολίτες και διανοούμενοι που ήταν οι ίδιοι. Όταν το βρήκαν, ένα κτήμα 9 στρέμματα όλο κι όλο, το αγόρασαν και έστησαν δύο αντίσκηνα εκεί, πάνω στα χώματα, στο σημείο όπου έμελλε να χτιστεί η κύρια σάλα, και στέγαστρα. Η πετρόχτιστη αυτή κατοικία στηρίχτηκε σε δικά τους σχέδια και ολοκληρώθηκε με την τεχνική βοήθεια του μοντερνιστή αρχιτέκτονα και φίλου τους Νίκου Χατζημιχάλη. Αποτελείται από υπνοδωμάτια, κουζίνα, τραπεζαρία μαζί με τη βιβλιοθήκη, χαγιάτι, κεραμωτή και βοτσαλωτή αυλή και δευτερεύοντες χώρους. Σε κάποια σημεία στον υπαίθριο χώρο υπάρχει το γραφείο του συγγραφέα, ο ξενώνας – παλιότερα υπήρχε και ένα μεγάλων διαστάσεων πολυτελές κοτέτσι!
«Σαν να ανοίγει ένα βαλιτσάκι με ψηφίδες από τα ταξίδια που έχει κάνει. Δεν το νιώθεις, βέβαια, αυτό όταν μπαίνεις, δεδομένου ότι έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ένα παραδοσιακό σπίτι. Γαλλικά παράθυρα, χαγιάτια, αντικείμενα από τη Βενετία, τη Βερόνα, μια παλέτα διαφορετικών πραγμάτων που με έναν τρόπο μοιάζουν ντόπια. Η ενσωμάτωση ξένων στοιχείων σε αυτή την κατασκευή μάς έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση. Η ίδια η περιγραφή του Φέρμορ, που λέει ότι, όταν έμενε μόνος το βράδυ στο αντίσκηνο, διάβαζε Βιτρούβιο και Παλλάδιο για να καταλάβει τις αναλογίες των δωματίων, τις θέσεις των κενών και των πλίνθων, πώς γίνονται τα παράθυρα και πώς καδράρεται η θέα, έριξε φως σε πράγματα που αρχικά δεν καταλαβαίναμε. Πρόκειται για έναν ταλαντούχο άνθρωπο που φέρει μέσα του το σύνολο της κλασικής παιδείας»
εξηγεί ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Κούρκουλας που μαζί με τη Μαρία Κοκκίνου, και με τη συνδρομή μιας στρατιάς ανθρώπων κάθε ειδικότητας, ανέλαβαν να ανακαινίσουν, χωρίς να αλλοιώσουν, αυτό το μοναδικό σπίτι, που μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη του, και σύμφωνα με την επιθυμία του όσο βρισκόταν ακόμα εν ζωή, κληροδοτήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη. Σε αυτή την απόφαση οδηγήθηκε κατόπιν συμβουλής του μεταφραστή, στενού του φίλου και πρώην πρωθυπουργού Τζαννή Τζαννετάκη. Φυσικά, η γνωριμία του, παλιότερα, με τον Αντώνη Μπενάκη και αργότερα με τον Άγγελο Δεληβορριά συνέβαλε καθοριστικά ώστε να εμπιστευτεί το δημιούργημα μιας ζωής σε έναν θεσμό που διαθέτει όλα τα εχέγγυα ότι θα διαχειριστεί το οίκημα με τον σεβασμό που του αρμόζει.
Ο γνωστός αρχιτέκτονας συμπληρώνει: «Αυτό το “υφαντό” της κλασικής παιδείας τού επέτρεψε να καθυποτάξει όλες αυτές τις ξενόφερτες ψηφίδες με τέτοιον τρόπο, ώστε να αισθάνεται κανείς ότι είναι τοπικές. Αυτή ήταν η μεγάλη δύναμη του Φέρμορ, ο οποίος έφτασε στο σημείο να εντάξει σε αυτό θραύσματα μνήμης –πάντα σε σχέση με την κίνηση, το φως, τη θέα– που με μια πρώτη ματιά μοιάζουν ανερμάτιστα».
Αυτό το σπίτι, που θυμίζει μοναστηριακό συγκρότημα, με τη μοναδική θέα στη θάλασσα, που είναι λίγα μέτρα πιο κάτω, το βουνό πίσω του, τοποθετημένο κάπου ανάμεσα στο μεγαλείο της φύσης, από δω και πέρα θα είναι ανοιχτό τόσο στο κοινό, που θα μπορεί να το επισκέπτεται και να ξεναγείται από ειδικευμένο προσωπικό, όσο και σε τυχερούς ενοίκους που θα μπορούν να μένουν σε αυτό τους καλοκαιρινούς μήνες. Για ένα διάστημα δυόμισι μηνών την άνοιξη ή ενάμιση μήνα το φθινόπωρο το Μουσείο Μπενάκη έχει την υποχρέωση να το δίνει για φιλοξενία-fellowship σε διεθνείς εκπαιδευτικούς οργανισμούς, συγκεκριμένα στα πανεπιστήμια Freie Universität, Πρίνστον και UCLA.
Xάρη στη γενναιόδωρη υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος ολοκληρώθηκαν οι εργασίες επισκευής της οικίας Λη Φέρμορ και αποκτήθηκε ο απαραίτητος εξοπλισμός. H ανακαίνιση του σπιτιού έγινε με απόλυτο σεβασμό στον χαρακτήρα του και ελάχιστες παρεμβάσεις, διατηρώντας τη λιτή του ατμόσφαιρα. Τα κτίσματα απέκτησαν θέρμανση, καθώς είχαν μόνο τζάκια –είναι και ο λόγος για τον οποίο το ζεύγος Φέρμορ τους χειμερινούς μήνες απέφευγε να κατοικεί εκεί–, ενώ αντικαταστάθηκαν τα ηλεκτρολογικά, τα υδραυλικά, οι στέγες, οτιδήποτε ξύλινο. Προστέθηκε και μια μικρών διαστάσεων πισίνα για τη διευκόλυνση των μελλοντικών ενοικιαστών. Φυσικά, οι εργασίες που έχουν γίνει δεν είναι εμφανείς, έτσι παραμένει η ίδια εντύπωση που υπήρχε όσο ζούσαν εκεί οι ιδιοκτήτες του. Από κει και πέρα, τα υπέροχα έργα τέχνης φίλων του ζεύγους, όπως αυτά του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Κράξτον αλλά και άλλων, αντικαταστάθηκαν από αντίγραφα, ενώ η βιβλιοθήκη ταξινομήθηκε και συντηρήθηκε. Όλα τα αντικείμενα και κάποια από τα βιβλία, τα πιο ευαίσθητα και πιο σημαντικά, που φέρουν αφιερώσεις σημαντικών προσώπων και φίλων (π.χ. του Σεφέρη, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι), μεταφέρθηκαν στη βιβλιοθήκη του Μπενάκη.
Αντικείμενα που επανατοποθετήθηκαν στην οικία, μετά την ανακαίνισή της, έχουν περάσει από το τμήμα συντήρησης. Ακόμα και τα ξύλινα φωτιστικά είναι πιστά αντίγραφα αυτών που σχεδίασε και κατασκεύασε ο ίδιος ο Λη Φέρμορ. Στη μέση της τραπεζαρίας έχει τοποθετηθεί ένα τραπέζι που έφτιαξε ο μαρμαράς της Φρέγια Σταρκ της Βενετίας. Πάνω του απεικονίζονται λευκές φλόγες από πέτρα του Ούντινε και στο κέντρο ένα σχέδιο με φαιόχρωμη πέτρα και ερυθρό μάρμαρο της Βερόνας.
Αναμφισβήτητα ένα από τα ωραιότερα σπίτια, αν όχι το ωραιότερο, της Ελλάδας, κρυμμένο σε έναν μεσογειακό κήπο, που φτάνει ως μια ιδιωτική σχεδόν παραλία γεμάτη κυπαρίσσια, ελιές, σκίνους και άσπρες πικροδάφνες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
Φώτο: Λεωνίδας Κουργιαντάκης