Ταξίδι στον χρόνο με το θρυλικό βαγόνι Οrient Express – Ανοιχτό για το κοινό στην 85η ΔΕΘ

45

Στα τέλη του ’60 ο κυρ- Βασίλης ξεκινά με το κάρο του από τη Γερακινή Χαλκιδικής και μετά από μιάμιση μέρα ταξίδι, φτάνει στην αποβάθρα όπου είχε σταθμεύσει η εστιάμαξα του Oριάν Εξπρές(Orient Express), προκειμένου να παραδώσει τα προϊόντα παραγωγής του, που θα τροφοδοτήσουν την κουζίνα της αμαξοστοιχίας. Είναι μια από τις πρώτες χρονιές που το βαγόνι-ρεστοράν του θρυλικού τρένου περνά από τους Βέλγους σε ελληνικά χέρια και εξυπηρετεί και ελληνικό κοινό σε εσωτερικά δρομολόγια όπως το Αθήνα-Ειδομένη, κουβαλώντας την τεράστια ιστορία του και έχοντας πάντα υψηλές προδιαγραφές στην κουζίνα του με την επιλογή των πρώτων υλών να αποτελεί “ιεροτελεστία”.

Κατάκοπος και φορτωμένος με την πραμάτεια του ο κυρ- Βασίλης, ξεφορτώνει τα εμπορεύματα, με τους βοηθούς του αρχι-σεφ να διαπραγματεύονται την τιμή τους. Κάνει παζάρια και προσπαθεί να πουλήσει σε όσο πιο καλή τιμή γίνεται τα λαχανικά και τα φρούτα του που είναι φρέσκα και πρώτης ποιότητας. Γνωρίζει πως οι μάγειρες του θρυλικού βαγονιού έχουν την ιδιαιτερότητα να διαλέγουν προϊόντα γεμάτα άρωμα, γεύση και χρώμα από Ελλάδα.

Την σκηνή βγαλμένη από τη δεκαετία του ’60, περιγράφει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Μανώλης Στράτος, σεφ και υπεύθυνος τύπου της Λέσχης Αρχιμαγείρων Θεσσαλονίκης, όπως του τη διηγήθηκε ο προπάππους του Βασίλης, παντοπώλης της εποχής και πολυπράγμων, που έβγαζε το μεροκάματο με ταξίδια που διαρκούσαν μέρες για να παραδώσει τα προϊόντα στο θρυλικό τρένο.

“Όπως μου έλεγε ο προπάππους μου, στην κουζίνα της εστιάμαξας προτιμούσαν τα προϊόντα από τη Βόρεια Ελλάδα και κάθε φορά που σταματούσε εδώ η αμαξοστοιχία, προμηθεύονταν από τον ίδιο και λιγοστούς ακόμη παραγωγούς της εποχής, ό,τι καλύτερο. Οι σεφ δοκίμαζαν, μύριζαν και επέλεγαν. Αυτό έκανε και τη διαφορά στην γνωστή κουζίνα του Oριάν Εξπρές, που αγόραζε πολύ καλές πρώτες ύλες σε όποια στάση έκανε το τρένο. Επειδή η μαγειρική κουλτούρα στα Βαλκάνια ήταν πολύ ανεπτυγμένη, έβρισκε φρέσκα και ποιοτικά υλικά”, αναφέρει ο κ. Στράτος.

Γνωστοί μάγειρες που μπήκαν στην κουζίνα της εστιάμαξας, αγόραζαν κυρίως από τη Θεσσαλονίκη φρέσκα θαλασσινά, πολλά χορταρικά, ανάμεσά τους άγρια χόρτα, ραδίκια, αντίδια, πικροράδικα, σέσκουλα, άγρια σπαράγγια και εξαιρετικό ελαιόλαδο.

Στα τραπέζια στολισμένα με λινά τραπεζομάντιλα και φίνες πορσελάνες βρέθηκε και το κατσικίσιο τυρί από την Χαλκιδική, ενώ τα κρυστάλλινα ποτήρια γέμιζαν με κόκκινο κρασί από τη Βόρεια Ελλάδα.

Όπως εξηγεί ο σεφ και υπεύθυνος τύπου της Λέσχης Αρχιμαγείρων Θεσσαλονίκης, τα προϊόντα τότε ήταν απλά, αλλά οι γεύσεις τους έντονες, γιατί δεν είχαν υποστεί μεταλλάξεις και συντήρηση. Όσο για το μενού, αυτό ήταν προσαρμοσμένο με τον… ταξιδιωτικό χάρτη.

“Ντελικάτες γεύσεις που έπρεπε να φαγωθούν εκείνη την μέρα. Οι σεφ χρησιμοποιούσαν την τεχνική του μπρεζέ δηλαδή ψητό κατσαρόλας με κρέας μαριναρισμένο σε κρασί που σιγομαγειρεύονταν. Οι επιλογές στο μενού προέκυπταν από τους προορισμούς και τη διαδρομή. Ανάλογα με το τοπίο και τη χώρα την οποία διέσχιζε το θρυλικό τρένο, έβγαινε και το πιάτο ημέρας. Διασχίζοντας βουνό, σερβίρονταν κάστανο με αρνάκι και σιροπιαστά. Εάν πάλι ο ταξιδιώτης έβλεπε θάλασσα στη διάρκεια του ταξιδιού, έτρωγε τσιπούρα και άλλα ψάρια με ένα πιο ελαφρύ γλυκό, με άρωμα βανίλιας, εξηγεί ο Μανώλης Στράτος.

Η Θεσσαλονίκη, όπως λένε μαρτυρίες ηλικιωμένων, ήταν και σταθμός όπου γινόταν ένα μικρό …σέρβις των μαγειρικών σκευών της διάσημης εστιάμαξας, καθώς υπήρχαν οι γανωτές της εποχής που επισκεύαζαν τα μαγειρικά σκεύη για να χρησιμοποιούνται με ασφάλεια στην κινητή κουζίνα του τρένου.

Από περιστερώνας στο… μουσείο και στη ΔΕΘ

Ο χρόνος, όπως πάντα, στάθηκε αμείλικτος και για το Οριάν Εξπρές. Η θρυλική αμαξοστοιχία,το πρώτο διηπειρωτικό τρένο της Ευρώπης που αποτέλεσε συνώνυμο της ταξιδιωτικής πολυτέλειας από το 1883 και για περίπου έναν αιώνα, έχοντας καταγράψει εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, συνδέοντας δεκάδες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κατά μήκος των 2740 χλμ της διαδρομής του, βγήκε το 1977 από το χάρτη των δρομολογίων της ΝΑ Ευρώπης. Σταμάτησε να ενώνει την Κεντρική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη κι άφησε στο χρόνο και το σελιλόιντ τις σελίδες της Αγκάθα Κρίστι, του Γκράχαμ Γκρην, κι αυτές τις σκηνές του Τζέημς Μποντ. Τα επόμενα χρόνια περιορίστηκε πια στην διαδρομή Παρίσι-Βιέννη. Τα βαγόνια της αμαξοστοιχίας βγήκαν απο τους συρμούς και το κινητό εστιατόριο γεμάτο ιστορίες αναμνήσεις και συνταγές, κατέληξε να ρημάζει σε μία αποθήκη της Δράμας. Η σημερινή του εικόνα, που είναι ζωντανή, σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από τα ταξίδια που έκανε στη διάρκεια του μεσοπόλεμου, δεν θυμίζει σε τίποτε αυτήν που αντίκρισαν το 2016 τα Μέλη του Μορφωτικού Εκπολιτιστικού Αθλητικού Συλλόγου (ΜΕΑΣ) «ΗΦΑΙΣΤΟΣ» Σιδηροδρομικών Υπαλλήλων και Φίλων Σιδηροδρόμου Δράμας, που το βρήκαν ανάμεσα στα σκουπίδια, το «ξέθαψαν», του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες για να “επιστρέψει στη ζωή”.

«Το συγκεκριμένο βαγόνι ήταν εγκαταλελειμμένο μέσα σε ένα αμαξοστάσιο με ανοιχτά τα παράθυρα και σπασμένα τα τζάμια. Μέσα είχε χόρτα και είχε μετατραπεί σε περιστερώνα και καταφύγιο διάφορων αδέσποτων ζώων. Του δώσαμε τις… πρώτες βοήθειες, το καθαρίσαμε, αντικαταστήσαμε τα σπασμένα τζάμια και το πήραμε μαζί με την ατμομηχανή για να το δώσουμε στο μουσείο του ΟΣΕ στη Θεσσαλονίκη συνέχεια σε ήθελε να λάβει μέρος το εστιατόριο- εστιάμαξα”, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μακρόπουλος , πρόεδρος του Μορφωτικού Εκπολιτιστικού Αθλητικού Συλλόγου (ΜΕΑΣ) «ΗΦΑΙΣΤΟΣ» Σιδηροδρομικών Υπαλλήλων και Φίλων Σιδηροδρόμου Δράμας.

Μετά τη μεταμόρφωσή του, το τρένο μοιάζει τόσο αληθινό, που όταν βλέπεις το μαγειρείο του, “μυρίζεις” τη μυρωδιά του ξεροψημένου ψωμιού. Όταν βλέπεις τη μασίνα του, το παλιό σκεύος με τις εστίες και το κάρβουνο, “μυρίζεις” το καλομαγειρεμένο φαγητό και όταν αντικρίζεις το πάσο εύκολα φαντάζεσαι τα πιάτα που σερβίρονταν πάνω του. Ψυγεία δεν υπήρχαν, αλλά βλέπεις τις παλιές παγωνιέρες και τα δρύινα δοχεία που διατηρούσαν σε καλή θερμοκρασία τα ροφήματα. Όλα είχαν φτιαχτεί με ακρίβεια και λεπτομέρεια.

Η Δράμα αποτελούσε έναν ενδιάμεσο σταθμό, αναφέρει ο κ. Μακρόπουλος και τονίζει ότι ήταν αδύνατο μια ατμομηχανή που θα ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη να φτάσει μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Έπρεπε να σταματήσει στη Δράμα για να “κοπεί”, όπως λένε στη σιδηροδρομική ορολογία, να αντικατασταθεί από μία άλλη η οποία ήταν φορτωμένη με κάρβουνα και νερό, για να μπορέσει να φτάσει στον προορισμό της», συμπληρώνει. Το ότι ο Σιδηροδρομικός Σταθμός της Δράμας ήταν κομβικός και σημαντικός, φαίνεται από το μέγεθός του, όπως επισημαίνει ο κ. Μακρόπουλος και υπογραμμίζει ότι την περίοδο εκείνη βοήθησε στη μεταφορά του καπνού, που υπήρχε σε αφθονία στην περιοχή και που έως τότε μεταφέρονταν με πλοία.

Το μεγάλο “λίφτινγκ” από τεχνικούς της ΤΡΑΙΝΟΣΕ

Το βαθύ “λίφτινγκ” της εστιάμαξας, έγινε πάντως στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε λίγους μήνες εξειδικευμένοι τεχνίτες ανέστησαν το σιδερένιο κουφάρι και παρέδωσαν ένα επισκέψιμο στολίδι που μοιάζει σήμερα καινούριο, σε μια εικόνα που έχει ξεπηδήσει από τη χρονοκάψουλα περίπου στο 1963.

“Έχει κλείσει τα 95 του, άλλα μετά τα … μαγικά χέρια των τεχνικών, μοιάζει σαν να ζει ξανά τη νιότη του” λέει μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο πρόεδρος σωματείου σιδηροδρομικών Βόρειας Ελλάδας, Νικόλας Λάζου.

“Με αγάπη φροντίδα και πάθος εμείς οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης καταφέραμε να βγάλουμε σε πέρας ένα τέτοιο έργο, ώστε να γίνει το εστιατόριο σαν καινούριο. Οι τεχνίτες μας, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, ενώ μας αγγίζει συναισθηματικά η ιστορία του ελληνικού σιδηροδρόμου. Θέλουμε τη συνέχεια του για να πάμε στο αύριο δεν ξεχνάμε το χθες”, εξηγεί ενώ δηλώνει πως θα προτείνουν να γίνουν τουριστικά δρομολόγια μόλις τελειώσει η ΔΕΘ να μπει ξανά το «βαγκονλί» στις ράγες.

Μπορεί να μην έχει σήμερα στη διηπειρωτική λίστα των επιβατών του, διπλωμάτες, κατασκόπους, επαναστάτες, πριμαντόντες, βασιλιάδες και απατεώνες ή εκατομμυριούχους, κυνηγούς μεγάλων θηραμάτων και λαθρέμπορους, ωστόσο σίγουρα όσοι θα έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν με τη θρυλική αμαξοστοιχία θα «κλέψουν» από τη μαγεία μιας άλλης εποχής.

Το βαγόνι είναι λειτουργικό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δρομολόγια περιηγητικού ενδιαφέροντος. Από την Ελλάδα αγοράστηκε το 1962. Χρησιμοποιούταν ως το 1998, ενώ μέχρι το 2007 είχε τουριστική χρήση. Το βαγόνι- restaurant, το οποίο τοποθετήθηκε ήδη μπροστά από το περίπτερο 15 και ακριβώς απέναντι από το Κτίριο Διοίκησης της ΔΕΘ είναι διαθέσιμο για το κοινό κατά τη διάρκεια της 85ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, έως τη Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ