Αν όντως υπάρχει ελληνική φιλοξενία δεν είναι μύθος. Είναι η Κρήτη

Ή αλλιώς "τι να πρωτοκάνεις σε τρεις ημέρες στα Χανιά"

97

Η τελευταία μέρα του Αυγούστου με βρήκε σε ένα ταξί να βγάζω το πουλόβερ μου (πετούσα από Ολλανδία) και να ρωτάω σε πόση ώρα θα φτάσουμε στα Χανιά. Στην είσοδο του σπιτιού με περίμενε η Ελένη. Αφού αγκαλιαστήκαμε και είπαμε τα νέα μας (είχα να τη δω από τα Χριστούγεννα) φύγαμε για μπάνιο.

Λόγω κούρασης και ταξιδιού αποφασίσαμε την Παρασκευή να κολυμπήσουμε κάπου κοντά οπότε η Ελένη πρότεινε το Μαράθι. Ίσως δεν είναι από τις πιο εντυπωσιακές παραλίες της Κρήτης. Έχει όμως καθαρά νερά και αρκετά κοντά από το κέντρο των Χανίων, νομίζω οδηγήσαμε γύρω στα 15 λεπτά. Ένας λόγος ακόμη για να πάει κάποιος στο Μαράθι είναι η ταβέρνα από πάνω. Αν πάτε, που θα πάτε, να παραγγείλετε ντολμάδες γεμιστούς με θαλασσινά. Πήραμε τα πρώτα κρασιά, το δεύτερο μας το κέρασαν, έφεραν και τσικουδιές οπότε να μη σας τα πολυλογώ φύγαμε από εκεί στις 11:00 το βράδυ. Και ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν για να συνειδητοποιήσω ότι βρίσκομαι σε νησί και όχι στο γραφείο.

Τη δεύτερη μέρα η Ελένη είχε εφημερία, είναι γιατρός το καμάρι μου, οπότε με υιοθέτησε η παρέα της. Βόλτα στην παλιά πόλη και φαγητό στο Καρνάγιο, εκεί θα παραγγείλετε οπωσδήποτε ντάκος με αβοκάντο και σαρδέλα. Παραδοσιακές γεύσεις αλλά λίγο πιο ιδιαίτερα δοσμένες, είχα πάει βέβαια και με ντόπιους οπότε ήμουν ήσυχη. Φυσικά φρόντισα να δώσω και εγώ τη σωστή απάντηση όταν με ρώτησαν που θέλω να πάμε για φαγητό «Θέλω να με πάτε εκεί όπου θα πηγαίνατε και εσείς μετά τη δουλειά». Το βράδυ πήγαμε για χαλαρό ποτό στο Λουξ και μετά το Μοναστήρι του Καρόλου. Εντάξει το λάτρεψα! Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, μοναστήρι είναι που το έχουν κάνει μπαρ, τρία για την ακρίβεια.

Και φτάνει η Κυριακή, για Σαββατοκύριακο ήρθα μόνο δυστυχώς. Και δεν φτάνει που με έπιανε κατάθλιψη είχα και τους Κρητικούς να μου λένε «Λίγο έκατσες. Μόνο για τα Χανιά θέλεις μια βδομάδα». Μια βδομάδα δυστυχώς δεν είχα, δεν υπήρχε περίπτωση όμως να φύγω χωρίς να πάω στα Φαλάσσαρνα για μπάνιο.

Δεν ντράπηκα λοιπόν τα 40 λεπτά διαδρομής, γιατί φυσικά δεν θα οδηγούσα εγώ, και ζήτησα να πάμε εκεί. Πήραμε καφέδες (τσάι εγώ δεν πίνω καφέ) και πορτοκαλόπιτα φρέσκια και ξεκινήσαμε. Λίγο η πτυχιακή, λίγο η δουλεία, πέντε μπάνια είχα προλάβει να κάνω όλα κι όλα το καλοκαίρι.

 

Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μόλις έφτασα σε ΑΥΤΗ την παραλία παραλίγο να βουτήξω με τα ρούχα. Τι να πρωτοθαυμάσεις τα νερά που είναι κρύσταλλο, την κόκκινη άμμο σε κάποια σημεία ή ότι έχεις την αίσθηση πως δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί να βούτηξα και έξι φορές, αναδρομικά για όλα τα μπάνια που έχασα. Μόλις κατά τη γνώμη μου είχα πάρει αρκετή δόση θάλασσας και αφού έβγαλα και όσες φωτογραφίες ήθελα φύγαμε για ψαράκι στο Φειδία. Από όλα τα μέρη που πήγα για φαγητό αυτό το ξεχώρισα. Όχι μόνο επειδή ευχαριστήθηκα φρέσκο ψάρι αλλά κυρίως από τον τρόπο που μας υποδέχτηκαν. Ρώτησαν για τη καταγωγή μας, αν το βρήκαμε εύκολα, μας κέρασαν τσικουδιά για το καλώς ήρθες και στο τέλος δεν μας άφηναν να φύγουμε αν δεν πιούμε και τη δεύτερη που μας έφεραν.

Αν όντως υπάρχει η ελληνική φιλοξενία, και δεν είναι μύθος, την τελευταία μέρα γνώρισα ένα γνήσιο εκπρόσωπο της.

 

Αυτό το άρθρο είναι το πρώτο μου για το Passenger. Ελπίζω λοιπόν να σας άρεσε και να τα λέμε κάθε Πέμπτη.