Στην Ελβετία, στην καρδιά της Ευρώπης και της πολυτέλειας στέκεται όρθιο ένα ξενοδοχείο –ή μήπως ένα παλάτι; Το Gstaad Palace είναι ίσως το μόνο μέρος στον κόσμο, όπου «κάθε επισκέπτης έχει τη μεταχείριση ενός βασιλιά και κάθε βασιλιάς μπορεί να είναι επισκέπτης».
O αστικός μύθος λέει, πως ο Εrnst Scherz -o δεύτερος και μακροβιότερος ιδιοκτήτης του, ο παππούς των σημερινών του ιδιοκτητών -το πρωτοείδε πολλά χρόνια πριν τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα βράδυ που, πιτσιρίκι ακόμα, είχε βγει για να πει τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στην πλατεία του Gstaad. Έτσι όπως στεκόταν, «καρφωμένο» ψηλά πάνω στην πλαγιά, θεόρατο με τα μεγάλα παράθυρα και τους μυτερούς του πυργίσκους, το Gstaad Palace του φάνηκε σαν πραγματικό παλάτι -ένας «γίγαντας» λαμπερός στην καρδιά της Παραμυθοχώρας. Το ερωτεύτηκε και ορκίστηκε, μια μέρα να μείνει εκεί. Το 1938, ο Εrnst Scherz γύρισε στο Gstaad ως manager του ξενοδοχείου. Kαι το 1947 το αγόρασε.
Η αληθινή ιστορία του ξενοδοχείου, είναι εξίσου γοητευτική
Το Gstaad Palace της Royal Hotel, Winter & Gstaad Palace Company άνοιξε τις πόρτες του, σχεδόν έναν αιώνα πριν, το 1913. Με τα 150 δωμάτιά του -τα 50 με ιδιωτικό μπάνιο– το σύστημα ηλεκτροφωτισμού και τους έξι τηλεφωνικούς θαλάμους του, θεωρήθηκε ένα επίτευγμα hi-tech κομψότητας. Το ξενοδοχείο «άνθισε» κυρίως, στα «χρυσά» 20’s, την εποχή που το πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο-οικοτροφείο Le Rosey αποφάσισε να μεταφέρει το χειμωνιάτικο campus του στο Gstaad. Το Le Rosey ήταν γνωστό ως «το σχολείο των βασιλιάδων» -ο Σάχης του Ιράν, ο Rainier του Μονακό, o Aga Khan IV, ο βασιλιάς Αlbert II του Βελγίου, ο Δούκας του Kent, ο Αλέξανδρος της Γιουγκοσλαβίας, ο πρίγκιπας της Σαβοϊας, o βασιλιάς Fuad Farouk της Αιγύπτου φοιτούσαν εκεί, μαζί με τους Metternichs, τους Borgheses, τους Rothschilds, τους Radziwills, τον ίδιο τον εγγονό του Sir Winston Churchill. Oι περισσότεροι, στην πραγματικότητα, ζούσαν μέσα στο Palace, ή πηγαινοέρχονταν, νοικιάζοντας ολόκληρους ορόφους για τους ίδιους, την οικογένεια και τους υπηρέτες τους.
Δυστυχώς, τα «χρυσά» χρόνια κράτησαν λίγο. Τα διαδέχτηκαν το σκοτάδι, η αναταραχή, δυο πόλεμοι, το κλείσιμο των συνόρων, η ύφεση, η πείνα, το κραχ. Το 1947, η «μητέρα» εταιρεία του Gstaad Palace, κουρασμένη να μετράει χρέη και έξοδα στο ταμείο της, αποφάσισε να πουλήσει το ξενοδοχείο σε έναν Γερμανό βιομήχανο, που ήθελε να το μετατρέψει σε αναρρωτήριο για γέρους και άρρωστους εργάτες. Ο Ernst Scherz –πρώην διευθυντής του Hotel Carlton St Moritz και ήδη manager του ξενοδοχείου από το 1938– είχε στη διάθεσή του μόλις 24 ώρες, για να βρει τα χρήματα και να «χτυπήσει» την προσφορά. Απέτυχε, αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Ρισκάροντας τους κόπους μιας ζωής, κατάφερε –με τη βοήθεια και των πλούσιων φίλων του– να βρει το ποσό που χρειαζόταν για να ξαναγοράσει τις μετοχές. Έτσι, στα ‘50’s το Gstaad Palace, ανάβει ξανά τα φώτα του για να υποδεχτεί τους «πιστούς» του. Τις μέρες, οι σάλες του γεμίζουν με ένα χαρούμενο πλήθος που λικνίζεται στον αφρό της ζωής, ενώ, τις νύχτες οι θαμώνες του περίφημου Eagle Club, μες στο ξενοδοχείο, διασκεδάζουν ακούγοντας τον Louis Armstrong, την Ella Fitzerald, ή τον Maurice Chevalier.
Διακοπές στο «THE PLACE»
Είναι η εποχή, που το Gstaad –ένα μικρό, άσημο, ελβετικό χωριουδάκι στο καντόνι της Βέρνης κοντά, στα γαλλογερμανικά σύνορα– αρχίζει να εμφανίζεται πιο συχνά στον τουριστικό χάρτη, στην κατηγορία «top ski resorts». Η μαγική «sunny country» («ηλιόλουστη», το παρατσούκλι της περιοχής, λόγω του –πάνω του μετρίου– ποσοστού ηλιοφάνειας, στη διάρκεια του χειμώνα), με τις πλατιές κοιλάδες και τις μαλακές πλαγιές εξοπλίζεται με ski lifts, chair lifts, κ.λπ και οι πίστες της γεμίζουν τραπεζίτες, Έλληνες μεγιστάνες, Άραβες επιχειρηματίες και σταρ του Χόλιγουντ, που βιάζονται να ανακαλύψουν τις χαρές του «παλιού κόσμου». H Jackie O’ κάνει Χριστούγεννα στο Gstaad, ενώ στον κεντρικό δρόμο μπορεί να δει κανείς, τον Rainier και την Grace Kelly, την Elizabeth Taylor, τυλιγμένη στις γούνες της, την Julie Andrews, τη Jeanne Moreau, την Joan Crawford, τον Roger Moore. Στα cafes, τα βράδια, o Richard Burton και o David Niven παίζουν χαρτιά με τους ντόπιους και ο Yehudi Menuhin τρώει με βιολονίστες, συγγραφείς, μουσικούς, τον ζωγράφο Balthus. Συχνά, τα βράδια, ο Curt Jurgens, μισομεθυσμένος, διασκεδάζει τους πελάτες, με ιστορίες και ανέκδοτα από τα πλατό. Στο Palace, η ζωή μοιάζει με ένα μεγάλο, ατέλειωτο, πριβέ πάρτι. Η «ρουτίνα» σπάει με λίγο σκι τα πρωινά, φαγητό το μεσημέρι στο Eagle Club και το βράδυ ξεφάντωμα στο «Green Go», το νέο -τότε- night club του ξενοδοχείου, που ενθουσιάζει την κοσμική του πελατεία.
Τα ’70’s και τα ‘80s εισβάλλουν το ίδιο ορμητικά. Η δεύτερη γενιά Scherz (o γιός του Ernst, Ernst Andrea και η γυναίκα του Shiwa) διαδέχεται την πρώτη, στο «τιμόνι» της επιχείρησης, που μεγαλώνει, εκμοντερνίζεται, αποκτά εσωτερική πισίνα, καινούργια σαλέ, εστιατόρια και meeting rooms. Το Gstaad είναι πάντα η ίδια μαγική γωνιά, που το «Time» βαφτίζει «Τhe Place» και το jet set συνεχίζει να μπαινοβγαίνει στο Palace, μαζί με τις ορδές των τουριστών, των φωτογράφων και των περίεργων που μαζεύονται για να δουν από κοντά την Lisa Minelli, τον Roman Polanski και την Ursula Αndress, ή να ζητήσουν αυτόγραφο από τον Johnny Hallyday. Σιγά σιγά, νέα ονόματα προστίθενται στη λίστα των Α-class πελατών: η Tina Turner, η Εlle McPherson, ο Phil Collins και η Βοnnie Tyler, o πρίγκιπας Charles, με την ντροπαλή του νύφη Diana, o βασιλιάς Juan Carlos και η βασίλισσα Sofia της Ισπανίας, η Diana Ross, ο Robbie Williams, o Woody Allen ακόμα και η Μargaret Thatcher(!). Όλοι θέλουν μια γεύση από την «καλή ζωή» – σήμερα, η τρίτη γενιά Scherz θυμάται ακόμα τις νύχτες που ο Michael Jackson τριγύριζε στις 3 τα ξημερώματα στους διαδρόμους του Palace, σε αναζήτηση λίγης ευγενικής σιωπής . Όπως λένε, ο Jackson -την εποχή που ήταν σούπερ σταρ και ο πλανήτης τον αποθέωνε- είχε προτείνει να αγοράσει το ξενοδοχείο, αλλά η απάντηση που εισέπραξε ήταν αρνητική. Η οικογένεια «δεν πουλούσε».
Διαχρονική Φινέτσα
Οι «παλιοί» του Gstaad Palace, ισχυρίζονται πως ένα από τα πράγματα που τους κάνει να επιστρέφουν εκεί ξανά και ξανά, είναι αυτή η γνώριμη, σπιτίσια αίσθηση μιας παλιάς οικειότητας -στην ουσία, το μέρος, ελάχιστα έχει αλλάξει από το σκηνικό που έγινε αθάνατο με τα Pink Panther films του Peter Sellers. Όλα μοιάζουν σαν να υπήρχαν σχεδόν από πάντα, ο χρόνος «χορεύει» μες στα 104 δωμάτια, επάνω στις ξυλεπενδύσεις, τις βαριές κουρτίνες, τα ζωγραφιστά ταβάνια του lounge, το drawing room με το τεράστιο τζάκι και τους σκούρους δερμάτινους καναπέδες, που δίνουν στο χώρο ένα ελαφρώς παλαιομοδοτίκο, αλπικό ρουστίκ ύφος. «Gstaad Palace» σημαίνει μετρημένη πολυτέλεια, γήινα υλικά, ακριβά υφάσματα, κλασικά έργα τέχνης, εξαιρετικό φαγητό, απαράμιλλο σέρβις, ελβετικής «ακρίβειας».
«Δεν είναι το πιο φανταχτερό ξενοδοχείο στον κόσμο» δηλώνει, ο general manager, Αndrea Scherz.
«Βρισκόμαστε ψηλά στο βουνό και θέλουμε να υπάρχει αυτή η αίσθηση. Θέλουμε, ο κόσμος να νιώθει πως βρίσκεται σε διακοπές». «Διακοπές στο Gstaad Palace» είναι ένας μάλλον συμβατικός τρόπος για να περιγράψει κανείς αυτό το ολοήμερο πανηγύρι ακριβής απόλαυσης, αν και τα χρήματα μόνο, δεν αρκούν για να αγοράσουν στους υποψήφιους επισκέπτες μια θέση στο λίστα αναμονής του Palace. Για τα Χριστούγεννα, για παράδειγμα, το booking γίνεται –τουλάχιστον- 6 μήνες πριν, και για μίνιμουμ διαμονή 14 ημερών, αλλά η κράτηση επιβεβαιώνεται μόνο αν υπάρξει κάποια ακύρωση από την «τακτική» πελατεία του ξενοδοχείου -υπάρχουν άνθρωποι που περνούν τις γιορτές τους εδώ, τον τελευταίο μισό αιώνα.
Μαζί τους, στα σαλέ, στις πίστες, στα εστιατόρια του Gstaad, εξακολουθεί να συνωστίζεται όλο το νέο celebrity crowd του πλανήτη -ανάμεσά τους και αρκετοί Έλληνες: η Μαριάννα Λάτση (που έχει το δικό της σαλέ, δίπλα στο Palace, όπου έγινε και το ιστορικό πάρτι του millenium, με performer την Αννα Βίσση) και ο Πάρις Κασιδόκωστας, o Θεόδωρος και η Γιάννα Αγγελοπούλου, οι Γλίξμπουργκ, ο Παύλος και η Marie Chantal Miller, μέλη του εφοπλιστικού lobby του Λονδίνου, οι οικογένειες, Γουλανδρή, Εμπειρίκου, Λυκιαρδόπουλου, κ.α
Φυσικά, τα τελευταία χρόνια, κάτι έχει αλλάξει. Το Gstaad είναι πάντα όμορφο (σ.σ. οι αυστηροί όροι δόμησης, έχουν βοηθήσει να διατηρηθεί το κουκλίστικο αρχιτεκτονικό ύφος της περιοχής), αλλά δεν είναι πια εκείνη η γοητευτική γωνιά του κόσμου, που υπήρξε καταφύγιο απλότητας για βασιλιάδες και αριστοκράτες. Οι Ρώσοι ολιγάρχες έχουν έρθει, τα ντόπια μικρομάγαζα έχουν φύγει, τα βιβλιοπωλεία, έχουν αντικατασταθεί από εξεζητημένες κομψές μπουτίκ, εστιατόρια υψηλής γαστρονομία, cigar rooms και βασιλικά spas. Πριν λίγα χρόνια, το Palace εγκαινίασε ένα υπερπολυτελές Spa&Health Club, με επτά δωμάτια «περιποιήσεων», πισίνες, σάουνες, χαμάμ, ιδιωτική spa suite, γυμναστήριο και studio πιλάτες, «φυσικά» εντοιχισμένο, μέσα σε 50 τόνους ντόπιας πέτρας. Για το Gstaad Palace των Παραμυθιών, ακόμα και το «πάρα πολύ», δεν είναι αρκετό…
Πηγή: Bovary.gr