Νομοσχέδιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση: Καινοτόμο, ρεαλιστικό, εμπροσθοβαρές

111

Γράφει ο Χάρης Τσούλας (φιλόλογος)

Αναμφίβολα, το γεγονός των προηγούμενων ημερών ήταν η διαβούλευση και ακολούθως η ψήφιση του νομοσχεδίου για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ή, πιο επίσημα, του Σ/Ν “Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις”.

Όπως κάθε μεταρρύθμιση που αφορά στα εκπαιδευτικά ζητήματα, έτσι και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο προκάλεσε πλήθος συζητησεων, αντιπαραθέσεων αλλά και συμφωνιών.

Η ευρεία κοινωνία στάθηκε υπέρ των αλλαγών που αυτό φέρνει στη λειτουργία των ΑΕΙ. Κάτι που είναι εμφανές τόσο σε μετρήσεις που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, όσο και σε συζητήσεις έξω, στον πραγματικό κόσμο.
Κόντρα σε αυτές στάθηκε μια μειοψηφία καθηγητών και φοιτητών και φυσικά κυρίως η λαϊκίστικη αντιπολίτευση με συνήθη οδηγό τον ΣΥΡΙΖΑ, με ακόλουθο όμως αυτή τη φορά και το ΚΙΝΑΛ.

Γιατί όμως οι μεταρρυθμίσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι ρεαλιστικές και καινοτόμες; Μα φυσικά, γιατί απηχούν αναγκαίες αλλαγές που ζητούν οι πολίτες, οι περισσότεροι εν ενεργεία φοιτητές, οι περισσότεροι καθηγητές καθώς και όσοι φοιτήσαμε στο παρελθόν στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο.

– Με τον καθορισμό της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, γεγονός που αποτελεί θέμα κοινής λογικής, εξασφαλίζεται η άνοδος της ποιότητας και επιβραβεύεται η ικανότητα των εισακτέων. Δεν είναι δυνατό να παρατηρούνται φαινόμενα εισαγωγής σε πανεπιστημιακά τμήματα με 3000 μόρια. Πώς θα μπορέσει κάποιος να σταθεί στο μέλλον ως επιστήμων αν εισέλθει σε οποιαδήποτε πανεπιστημιακή σχολή απλώς αναγράφοντας το…ονοματεπώνυμο του στο έντυπο εξέτασης;

– Με τον καθορισμό ορίου στον αριθμό επιλογών στο μηχανογραφικό αντιλαμβανόμαστε εύκολα πως γίνεται ακόμη πιο πιθανό ο υποψήφιος να εισαχθεί σε ένα τμήμα που πραγματικά τον ενδιαφέρει το γνωστικό αντικείμενο που αυτό προσφέρει, αντί να έχει μια σωρεία επιλογών «απλά για να περάσει κάπου».

– Με τη θέσπιση του ανώτατου χρονικού ορίου φοίτησης (ν+2 ή ν+3 χρόνια, ανάλογα με τη σχολή και το πανεπιστημιακό ίδρυμα), αποφεύγεται το φαινόμενο των «αιώνιων φοιτητών». Ανθρώπων που ως επί το πλείστον αδιαφόρησαν για οποιονδήποτε λόγο να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους ή τις παρατείνουν όσο το δυνατό περισσότερο για τους δικούς τους λόγους. Φυσικά σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται όσοι χάνουν μαθήματα επειδή ταυτόχρονα εργάζονται ή έχουν προβλήματα υγείας ή άλλου τύπου ζητήματα (πχ οικονομικά). Αυτούς θα πρέπει να τους δούμε με σεβασμό και ως προς αυτό θα υπαρξει ειδική μέριμνα.

– Η προστασία των σχολών από φαινόμενα βίας και παραβατικότητας είναι, αναντίρρητα, μείζονος σημασίας. Φαινόμενα ανομίας, προπηλακισμών καθηγητών ή και φοιτητών και άλλες έκνομες ενέργειες δεν έχουν θέση στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο και ήρθε η ώρα επιτέλους να εκλείψουν. Γιατί είναι άλλο η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, με την οποία δε διαφωνεί κανείς, και άλλο η ελευθεριότητα που καταλήγει σε ασυδοσία. Αυτήν ακριβώς την ασυδοσία έρχεται να σταματήσει η προστασία των Ιδρυμάτων και Πανεπιστημιουπόλεων με την ελεγχόμενη είσοδο, την εισαγωγή πειθαρχικού πλαισίου δικαίου, την Επιτροπή Ασφαλείας και Προστασίας των ΑΕΙ υπό την ευθύνη των Πρυτάνεων αλλά και κάτι που δεν πρέπει να αποτελεί «ταμπού», δηλαδή τη σύσταση Ομάδας Προστασίας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.

Όλα τα παραπάνω αναβαθμίζουν το κύρος του Δημόσιου Πανεπιστημίου, το οποίο και στο απώτερο και στο πρόσφατο παρελθόν είχε πληγεί βάναυσα από όσους είναι προσκολλημένοι σε ιδεοληπτικές αγκυλώσεις.

Ταυτόχρονα όμως θα βοηθήσει και τους ίδιους τους φοιτητές, που στην μεγάλη πλειονότητα τους ενδιαφέρονται να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και να αποκτούν γνώσεις με πτυχία που θα έχουν άμεση σύνδεση και αντίκρυσμα στα σημερινά δεδομένα της αγοράς εργασίας.

Καμία αντιδημοκρατικότητα, καμία προσπάθεια δημιουργίας «πανεπιστημίων-επιχειρήσεων», όπως «αλυχτούν» οι φωνές της οπισθοδρόμησης κυρίως από την Αριστερά και δη από το ΣΥΡΙΖΑ.

Τουναντίον, αναβάθμιση, υγιές περιβάλλον και πλαίσιο σπουδών, αύξηση της ποιότητας, πραγματική αντιστοίχηση των εισακτέων σε σχολές ενδιαφέροντος τους και ακολούθως διασύνδεση τους με την πραγματική αγορά εργασίας, περισσότερη Δημοκρατία. Αυτά φέρνει το Νομοσχέδιο που υπερψηφίστηκε ευρέως πριν λίγες μέρες και το οποίο θα αποτελέσει απτή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που ισχύει εδώ και δεκαετίες σε όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου.

Παρά τις φωνές και τις «απειλές» του κ. Τσίπρα πως δεν θα εφαρμοστεί ποτέ στην πραγματικότητα ή πως «θα είναι το πρώτο πράγμα που θα καταργήσει όταν επανέλθει στη διακυβέρνηση».

Και ως εκπαιδευτικός, έχω να σημειώσω πως αξίζουν συγχαρητήρια στην Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για την ψήφιση και εφαρμογή της μεταρρύθμισης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Η Ελλάδα προχωρά μπροστά. Η Παιδεία δεν μένει στα στεγανά του νόμου-πλαισίου του 1982 ούτε όσων είχαν εφαρμόσει πρόσφατα οι Υπουργοί Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ κ.κ. Μπαλτάς, Φίλης και κυρίως Γαβρόγλου.