Η εξεύρεση χώρου για χώρους πρασίνου αποτελεί πρόκληση για κάθε πόλη, πόσω μάλλον για τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις του κόσμου. Έτσι, στο κέντρο της Σιγκαπούρης όποιος ψάχνει για ένα νέο πάρκο για να περπατήσει, ίσως χρειαστεί να στραφεί προς τον ουρανό.
Στο ένα τρίτο της διαδρομής του πρόσφατα ολοκληρωμένου πύργου CapitaSpring, η πανύψηλη πρόσοψη από γυαλί και αλουμίνιο φαίνεται να ανοίγει και να αποκαλύπτει φυτά και δέντρα που αναπτύσσονται εκατοντάδες μέτρα πάνω από το έδαφος.
Στο επίπεδο του δρόμου, οι περαστικοί και οι εργαζόμενοι στα γραφεία μπορούν να κάνουν ουρά για έναν ανελκυστήρα που οδηγεί σε αυτή τη λεγόμενη «Πράσινη Όαση» – ένα σπειροειδές μονοπάτι κήπου που περνάει δίπλα από όργανα γυμναστικής, παγκάκια και τραπέζια στο ταξίδι του μέσα από τέσσερις ορόφους τροπικής χλωρίδας.
Στα 280 μέτρα, το CapitaSpring είναι πλέον ένας από τους ψηλότερους ουρανοξύστες της ασιατικής πόλης-κράτους. Το κτίριο είναι ιδιόκτητο από τους γίγαντες ακινήτων CapitaLand και Mitsubishi Estate, με την επενδυτική τράπεζα JP Morgan μεταξύ των εταιρικών ενοικιαστών του.
Όμως, σύμφωνα με την κυβερνητική προσπάθεια να διασφαλιστεί ότι η επιχειρηματική περιοχή της Σιγκαπούρης θα προσφέρει στους κατοίκους κάτι περισσότερο από απλούς χώρους γραφείων, ο κατασκευαστής άνοιξε στο κοινό ορισμένες από τις διαμορφωμένες περιοχές του πύργου.
Υπάρχουν περισσότερα πάνω από την Όαση: Στον πιο ψηλό όροφο οι επισκέπτες μπορούν να περιπλανηθούν σε μια φάρμα 4.500 τετραγωνικών ποδιών που προμηθεύει φρούτα, λαχανικά, βότανα και βρώσιμα λουλούδια σε τρία εστιατόρια του κτιρίου. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του CNN στο κτίριο, ένας αστικός αγρότης που φροντίζει τον κήπο εκτίμησε ότι παράγει 70 έως 100 κιλά προϊόντων κάθε μήνα.
Συνολικά, το 51ώροφο κτίριο φιλοξενεί πάνω από 80.000 δέντρα και φυτά σε 90.000 τετραγωνικά πόδια διαμορφωμένου χώρου, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης μια σκιερή σκεπαστή πλατεία στη βάση του. Σύμφωνα με τη δανέζικη εταιρεία Bjarke Ingels Group (BIG), η οποία σχεδίασε τον πύργο σε συνεργασία με την Carlo Ratti Associati, τα περισσότερα είδη φυτών που βρίσκονται σε όλη την περιοχή είναι ενδημικά της Σιγκαπούρης, και έτσι προσαρμοσμένα στη ζέστη και στην υγρασία που επικρατούν όλον τον χρόνο.
Οι αρχιτέκτονες περιγράφουν το CapitaSpring, το οποίο θεμελιώθηκε το 2018, ως «βιοφιλικό», ένας όλο και πιο δημοφιλής όρος που περιγράφει την ενσωμάτωση της φύσης και του σχεδιασμού. Η εταιρεία ανέφερε σε δελτίο Τύπου ότι η τοποθέτηση του πρασίνου «μιμείται την ιεραρχία των φυτών των τροπικών δασών» με εκείνα που απαιτούν το λιγότερο άμεσο φως, να βρίσκονται κάτω από έναν «θόλο» ψηλότερων δέντρων.
«Λόγω του μοναδικού χαρακτήρα της πολεοδομίας της Σιγκαπούρης -τόσο εξαιρετικά πυκνή όσο και πράσινη-, αποφασίσαμε να κάνουμε τον σχεδιασμό μια κάθετη εξερεύνηση της τροπικής πολεοδομίας», δήλωσε ο ιδρυτής της BIG, Bjarke Ingels, προσθέτοντας ότι ο πύργος είναι «σαν ένα όραμα ενός μέλλοντος στο οποίο η πόλη και η ύπαιθρος, ο πολιτισμός και η φύση μπορούν να συνυπάρξουν».
Το CapitaSpring είναι ένα από τα πολλά εντυπωσιακά βιοφιλικά κτίρια που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή Downtown Core της Σιγκαπούρης. Λίγα τετράγωνα μακριά, το ξενοδοχείο Parkroyal Collection Pickering διαθέτει πάνω από 160.000 τετραγωνικά πόδια πρασίνου, με μια σειρά από μπαλκόνια που κατακλύζονται από δέντρα και φυτά. Λιγότερο από ένα μίλι νοτιότερα, το άλλοτε κόκκινο εξωτερικό του ξενοδοχείου Oasia Hotel γίνεται σιγά-σιγά πράσινο, καθώς περισσότερα από 20 είδη αναρριχώμενων φυτών και αμπέλων αποικίζουν την πρόσοψή του.
Σε μια χώρα που συγκεντρώνει σχεδόν 6 εκατομμύρια ανθρώπους σε μια έκταση μικρότερη από το μισό μέγεθος του Λονδίνου, η δημιουργία χώρων πρασίνου δεν είναι απλώς μια πράξη εταιρικής γενναιοδωρίας – είναι νομική απαίτηση σε ορισμένες περιοχές.
Η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης έχει από καιρό προωθήσει τον εαυτό της ως «κηπούπολη» («garden city»), ένας όρος που εφαρμόστηκε, ως γνωστόν, στη χώρα από τον ιδρυτή της και πρώην πρωθυπουργό της, Lee Kuan Yew, τη δεκαετία του 1960. Τις δεκαετίες που πέρασαν από τότε, οι σχεδιαστές έχουν ξεκινήσει προγράμματα δενδροφύτευσης σε ολόκληρη την πόλη και έργα εξωραϊσμού στα τεράστια συγκροτήματα δημόσιων κατοικιών της.
Η πόλη-κράτος απαιτεί, επίσης, από τους ιδιώτες κατασκευαστές ακινήτων να παραχωρούν χώρο για πράσινο όταν χτίζουν νέες πολυκατοικίες. Στο Downtown Core, όπου βρίσκεται η CapitaSpring, απαιτείται να παρέχουν ζώνες πρασίνου που αντιστοιχούν στο ακαθάριστο εμβαδόν ολόκληρου του οικοπέδου. (Όπως επισημαίνουν τόσο η CapitaLand όσο και η BIG, ο ουρανοξύστης τους υπερβαίνει αυτό το νομικό ελάχιστο κατά περίπου 40%.)
Η Αρχή Αστικής Ανασυγκρότησης της Σιγκαπούρης ελπίζει, ταυτόχρονα, να μετατρέψει την επιχειρηματική συνοικία -η οποία μπορεί να είναι τρομακτικά ήσυχη τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα- σε αυτό που αποκαλεί «ζωντανή εμπορική συνοικία όλο το εικοσιτετράωρο». Για τον σκοπό αυτόν, οι αξιωματούχοι έχουν προσφέρει στους ιδιοκτήτες των υφιστάμενων κτιρίων κίνητρα ώστε να μετατρέψουν τις κατασκευές σε μεικτές χρήσεις με εγκαταστάσεις αναψυχής και τρόπου ζωής.
Και δεν υπάρχει, ίσως, μεγαλύτερη πηγή κοινωνικής δραστηριότητας στη Σιγκαπούρη από τα κέντρα hawker, τις πανταχού παρούσες αγορές μαγειρεμένου φαγητού του νησιού.
Η δημιουργία του CapitaSpring περιλάμβανε την κατεδάφιση ενός τέτοιου που βρισκόταν στην περιοχή από τη δεκαετία του 1980. Αλλά, νωρίτερα φέτος, ένα νέο κέντρο με 56 πάγκους άνοιξε στον δεύτερο και στον τρίτο όροφο του κτιρίου, με ορισμένους από τους αρχικούς πωλητές τροφίμων να επιστρέφουν μετά από τέσσερα χρόνια κατασκευαστικών εργασιών. Το κέντρο ανήκει και διοικείται, όπως όλες οι αγορές μαγειρευτών τροφίμων της Σιγκαπούρης, από την κυβέρνηση.
Η επιτυχία του κέντρου μικροπωλητών μπορεί, τελικά, να σηματοδοτήσει αν το κτίριο έχει γίνει αυτό που ο Ingels περιγράφει ως μια «ποικιλόμορφη γειτονιά με χώρους για εργασία, ζωή και παιχνίδι».
πηγή: iefimerida.gr