Κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως των Ελλήνων το 1821, τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό την προστασία της Αγγλίας, μετά και την ειδική συνθήκη που υπέγραψαν Αγγλία και Ρωσία, στις 5 Νοεμβρίου 1815, στο Παρίσι, με την ονομασία Ηνωμέναι Πολιτείαι των Ιονίων Νήσων.
Όμως το Ιόνιον ή Ιονικόν Κράτος, ήταν κάτω από τον πλήρη έλεγχο του διοικητή-αρμοστή στα Επτάνησα που έστειλε τότε η Αγγλία, τον Τόμας Μαίτλαντ (Thomas Maitland), ο οποίος μέσα σε κλίμα βίας και τρομοκρατίας επέβαλε το σύνταγμα του 1817, με τον ίδιο να έχει τον πλήρη έλεγχο όλων των εξουσιών και των συνταγματικών δικαιωμάτων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και όλα τα αυστηρά αποτρεπτικά μέτρα που πήραν τότε οι Άγγλοι προκειμένου να αποτρέψουν τη συμμετοχή των Επτανησίων στον αγώνα και την επανάσταση του 1821, οι νησιώτες του Ιονίου, απτόητοι συμμετείχαν ενεργά στη διεξαγωγή των αγώνων για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που οργανώθηκαν σε σώματα των οπλαρχηγών και έλαβαν μέρος σε μάχες και στην ξερά, αλλά και στη θάλασσα.
Την ίδια ώρα πολλοί απόδημοι Επτανήσιοι συμμετείχαν στη Φιλική Εταιρεία μέσω της οποίας έστελναν χρήματα και πολεμοφόδια στους επαναστατημένους Έλληνες. Ο ρόλος της Κέρκυρας, σύμφωνα με ιστορικές πηγές ήταν σοβαρά ενεργός στη Φιλική Εταιρεία, ενώ όπως αναφέρεται και στο Corfu Museum, η Κέρκυρα, λειτουργούσε και ως «πρακτορείο ειδήσεων» για την επανάσταση του 1821.
Τα γεγονότα της Επανάστασης «έρχονταν» στην Κέρκυρα και μεταδίδονταν σε όλη την Ευρώπη και Αμερική. Οι κυριότεροι ευρωπαϊκοί εκδοτικοί οίκοι χρησιμοποιούσαν την Κέρκυρα, αλλά και τη Ζάκυνθο ως βάσεις πληροφόρησης και είτε με ντόπιους ανταποκριτές, είτε με απεσταλμένους τους ενημέρωναν τους αναγνώστες τους.
«Οι δημοσιεύσεις αυτές σύμφωνα με το Corfu Museum, είχαν γενικά ένα φιλελληνικό ύφος και πληροφορούν τους αναγνώστες τους για τις επιτυχίες των Ελλήνων, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη.
Την ίδια ώρα όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το μέλος Ε.ΔΙ.Π. Τμήματος Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, Δρ. Δημήτριος Γ. Μεταλληνός «η ασφαλέστερη μέθοδος για την τεκμηρίωση των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας είναι η βαθιά γνώση των αρχειακών πηγών. Όχι μια επιδερμική ανάγνωση τους, αλλά η εις βάθος γνώση, καρπός της “ προκατανόησής” τους (vorveständnis). Χωρίς τη βαθιά γνώση, του χωροχρονικού πλαισίου και των πρωταγωνιστών του ’21, δεν μπορεί ο ερευνητής της ιστορίας να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλά αρχειακά τεκμήρια, δημοσιευμένα ή ανέκδοτα, που φωτίζουν σημαντικές πτυχές της μεγαλύτερης σε διάρκεια επανάστασης της παγκόσμιας ιστορίας».
Σύμφωνα με τον Δρ. Δημήτρη Μεταλληνο, «οι παρακάτω δύο ανέκδοτες αντιπροσωπευτικές μαρτυρίες ενός πλήθους αρχειακών τεκμηρίων, κρίνονται πολύ σημαντικές, διότι είναι σύγχρονες με την έκρηξη του Αγώνα των Ελλήνων και αποτελούν αυθόρμητες και αβίαστες δηλώσεις δύο προσώπων που γράφουν για την επανάσταση, κινούμενοι από διαφορετικές προϋποθέσεις, αλλά και πνευματικά και κοινωνικά ανήκουν σε δύο διαφορετικούς χώρους».
Το πρώτο αρχειακό τεκμήριο, προέρχεται από έναν Άγγλο μισσιονάριο (ιεραπόστολο), τον Isaak Lowndes, που βρισκόταν κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στη Ζάκυνθο. O Lowndes ένας από τους ικανότερους και πιο μορφωμένους προτεστάντες μισσιονάριους, άριστος κάτοχος της ελληνικής, έχοντας την υποχρέωση να ενημερώνει την ιεραποστολική του εταιρεία όχι μόνο για την ιεραποστολική δραστηριότητά του, αλλά και για ό,τι συνέβαινε στο μεσογειακό και ιδιαίτερα τον ελληνικό γεωπολιτισμικό χώρο, στέλνει στις 14/26 Απριλίου 1821 στο Λονδίνο μία επιστολή-αναφορά (report), που φυλάσσεται στα Αρχεία της London Missionary Society (L.M.S.), με τα ακόλουθα στοιχεία: LMS/Greek Mission, Box 2, folder 1, No 12.
Τα κυριότερα σημεία της επιστολής, έχουν ως ακολούθως:
«Αιδεσιμώτατε και αγαπητέ Κύριε,
(…) Θα ήμουν πολύ ευτυχής, αν μπορούσα να δώσω μια ενδιαφέρουσα αναφορά για την πρόοδο των βιβλικών Εταιρειών κ.λ.π. στα Ιόνια Νησιά και την Ελληνική Χερσόνησο. Όμως οι πολιτικές ταραχές εκμηδενίζουν το ενδιαφέρον για κάθε άλλη υπόθεση … Οι Έλληνες, κουρασμένοι πιά από τους πιεστικούς κυβερνήτες τους, τους Τούρκους, αποφάσισαν, ει δυνατόν, να αποτινάξουν τον ζυγό, και στις 4 Απριλίου 1821 (σημ: δηλαδή στις 23 Μαρτίου με το παλαιό ημερολόγιο) άρχισαν επανάσταση στην Πάτρα, η οποία έλαβε χώρα την ίδια ημέρα σ’ όλα τα σημαντικά μέρη της Πελοποννήσου… Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, είναι δύσκολο να κρίνουμε. Στον Μωριά οι Έλληνες έχουν κτυπηθεί πολύ και βρίσκονται σε απόγνωση. Από την Κωνσταντινούπολη, σημείο αναφοράς της όλης υπόθεσης, δεν έχουν έλθει ακόμα ειδήσεις, ούτε είναι γνωστό, αν έγινε καμία επανάσταση εκεί…».
Η δεύτερη αρχειακή μαρτυρία προέρχεται από έναν, άγνωστο μέχρι τότε, Ληξουριώτη, τον εικοσιεξάχρονο διάκονο Κωνσταντίνο Τυπάλδο-Ιακωβάτο, που στις αρχές του 1821 φοιτούσε στην περίφημη Σχολή της Χίου. Πρόκειται για τον μετέπειτα καθηγητή της πρώτης Θεολογικής Σχολής και Έφορο (Πρύτανη) του πρώτου ελληνικού πανεπιστημίου της «Ιονίου Ακαδημίας», πρόδρομου ιδρύματος του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο οποίος αφού εξορίστηκε από τη Βρετανική «προστασία», ίδρυσε ως Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, της οποίας υπήρξε και πρώτος Σχολάρχης (1844-1864). Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, η Σχολή της Χίου όπου φοιτούσε ανέστειλε τη λειτουργία της και ο διευθυντής της Αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Βάμβας, μετέπειτα καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας, πήρε τους μαθητές του και κατέφυγαν για ασφάλεια στην Ύδρα. Από το νησί αυτό στέλνει ο Τυπάλδος στον πατέρα του, στο Ληξούρι, την ακόλουθη επιστολή:
«Φιλοστοργότατε Πάτερ,
Ενώ διέτριβον εις την περίφημον Χίον, έλαβον το φίλτατόν μοι γράμμα σου. Επειδή όμως δια τας εφεξής αιτίας ανεχώρησα εκείθεν, στέλλω σοι την απόκρισιν από την περιφανή Νήσον της Ύδρας. Η αιτία, δια την οποίαν εκ Χίου ανεχώρησα, είναι αύτη. Η Ελλάς όλη ανεγερθείσα ζητεί την προ πολλού επιθυμουμένην ελευθερίαν από τον βαρβαρικόν ζυγόν. Τούτου ένεκα, οικονομίαν ποιούσα η Μεγάλη Εκκλησία και του Γένους προεστεύοντες, δια προσταγής των κατέπαυσαν τα δημόσια Σχολεία της τε Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης, Κυδωνιών, Πάτμου και της περιφήμου Χίου, και ότι όλοι οι ξένοι μαθηταί να αναχωρή ο καθείς εις την ιδίαν πατρίδα…».
Και αφού αναπτύξει ο Τυπάλδος τους λόγους, που τον έκαναν να ακολουθήσει τον διδάσκαλό του Βάμβα στην Ύδρα, θα κλείσει την επιστολή του με τα ακόλουθα:
«Περί της Ελλάδος, ήθελα να σας γράψω, πλην δεν το κρίνω εύλογον. Τούτο μόνον λέγω χάριν περιεργείας και προς χαράν κάθε ελληνικής και χριστιανικής ψυχής, ότι το Γραικικόν Έθνος ζητεί την των προγόνων του ανεξαρτησίαν. Η σημαία των Γραικών σχίζουσα τον αέρα, κηρύττει τιμίαν ελευθερίαν και με ελευθερίαν παν αγαθόν. Δεν εκτείνομαι περισσότερον, ότι δεν συμφέρει τούτο, μόνον προσθέτω, ότι τα της Ελλάδος πράγματα επιδίδουν γιγαντιαίως…».
Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Δημήτριος Γ. Μεταλληνός, «οι πρώτες μαρτυρίες για την ελληνική επανάσταση του 1821, εγράφησαν από ξένους ενώ αυτή σχεδόν βρισκόταν σε εξέλιξη και έδωσαν έτσι τα γεγονότα, μολονότι χωρίς επαρκή επεξεργασία, φυσικό άλλωστε, καθώς αυτά διαδραματίζονταν. Στο σημαντικό, για την ιστοριογραφία της επανάστασης, πλαίσιο των ξένων αρχειακών πηγών, ειδική κατηγορία συγκροτούν και τα Αρχεία των Προτεσταντικών Μισσιοναριστικών Εταιρειών και ιδιαίτερα των Βρετανών και των Αμερικανών, που ανέπτυξαν δράση στον χώρο της επαναστατημένης και ελεύθερης Ελλάδας».
Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ