Ο πρώτος υποθαλάσσιος γεωμορφολογικός χάρτης της Σαντορίνης… από άλλο πλανήτη

93

Ένα πρωτοποριακό για την Ελλάδα χάρτη δημιούργησε μια αμερικανο-ελληνική επιστημονική ομάδα, η πρωτοτυπία του οποίου βρίσκεται στο ότι εφαρμόστηκε η μεθοδολογία της πλανητικής γεωλογίας για τη δημιουργία υποθαλάσσιων γεωμορφολογικών χαρτών για τη Σαντορίνη και τη γύρω περιοχή του Αιγαίου.

Εφαρμόζοντας σε υποθαλάσσια δεδομένα της Ελλάδας γεωλογικές μεθόδους χαρτογράφησης που προορίζονται για άλλους πλανήτες, οι ερευνητές δημιούργησαν για πρώτη φορά στη χώρα μας ένα συνδυαστικό γεωμορφολογικό χάρτη, κλίμακας 1:100.000, του χερσαίου και θαλάσσιου ανάγλυφου για το ηφαιστειακό σύμπλεγμα Χριστιανών-Σαντορίνης-Κολούμπου.

Επικεφαλής των ερευνητών, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό χαρτογραφίας «Journal of Maps», ήταν η Αλεξάντρα Χαφ της Σχολής Εξερεύνησης της Γης και του Διαστήματος του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνας, ενώ από ελληνικής πλευράς η αναπληρώτρια καθηγήτρια Παρασκευή Νομικού του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Νομικού, «αυτός ο χάρτης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των εκτιμήσεων επικινδυνότητας στη Σαντορίνη, η οποία αποτελεί σημαντικό τουριστικό προορισμό της Ελλάδας και παράλληλα χαρακτηρίζεται ως περιοχή με αυξημένο ηφαιστειακό και σεισμικό κίνδυνο. Παρουσιάζουμε αυτή τη μεθοδολογία ως εργαλείο για τη δημιουργία ομοιόμορφων γεωμορφολογικών χαρτών, οι οποίοι θα βοηθήσουν περαιτέρω στην αξιολόγηση των θαλάσσιων γεωκινδύνων».

Οι γεωλογικοί χάρτες είναι θεμελιώδεις για την εκτίμηση των φυσικών κινδύνων, αλλά η ανάπτυξή τους για υποθαλάσσιες περιοχές είναι δύσκολη λόγω της έλλειψης φυσικής πρόσβασης στην περιοχή της μελέτης. Οι υποθαλάσσιοι γεωμορφολογικοί χάρτες χρησιμοποιούνται για να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το γεωλογικό καθεστώς, αλλά και χωρικές πληροφορίες όσον αφορά τις γεωμορφές, τις σχετικές γεω-επικινδυνότητες και τη διαχείρισή τους. Τέτοιου είδους χάρτες δημιουργούνται από δεδομένα τηλεπισκόπησης, όπως τα ψηφιακά υψομετρικά μοντέλα (DEM), τα οποία όμως παρουσιάζουν περιορισμούς και φραγμούς στην υποθαλάσσια χαρτογράφηση.

Οι νέες μέθοδοι πλανητικής γεωλογίας, σύμφωνα με τους ερευνητές, «ικανοποιούν την ανάγκη για μια ομοιόμορφη διαδικασία, η οποία θα θεραπεύει τις προκλήσεις στην υποθαλάσσια γεωμορφολογική χαρτογράφηση. Η υιοθέτηση της διαδικασίας και των λύσεων που περιγράφονται στην παρούσα μελέτη από την επιστημονική κοινότητα, θα επέτρεπε μια σειρά από ομοιόμορφους χάρτες, μια κοινή μεθοδολογία σύνταξης δεδομένων από Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) και μια καθορισμένη αποτύπωση της υποθαλάσσιας γεωμορφολογίας. Αυτό θα διασφαλίσει την ακεραιότητα των δεδομένων των υποθαλάσσιων γεωμορφολογικών χαρτών, θα ενισχύσει τη μελλοντική επιστημονική έρευνα και θα βελτιώσει τόσο τον εντοπισμό, όσο και την ερμηνεία των θαλάσσιων γεωκινδύνων».

Επιπλέον, η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή πλανητικών γεωλογικών χαρτών, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο για την ανάπτυξη μιας σειράς χαρτών, που θα είναι συγκρίσιμοι ανεξάρτητα από το εκάστοτε προσωπικό επεξεργασίας τους, τη μορφοποίηση των δεδομένων, τις τοποθεσίες ή τις κλίμακες.

«Οι υποθαλάσσιοι γεωμορφολογικοί χάρτες που παράγονται από την πλανητική μεθοδολογία», σύμφωνα με την κ. Νομικού, «θα αυξήσουν τη βιωσιμότητα του εντοπισμού και της αξιολόγησης των θαλάσσιων γεωκινδύνων, σε περιοχές όπου μέχρι σήμερα έχουν γίνει ελάχιστες ως και καθόλου σεισμικές έρευνες και δειγματοληψίες. Η νέα μέθοδος μπορεί επίσης να μειώσει το κόστος των προτεινόμενων ερευνητικών αποστολών».

Επιπλέον, πρόσθεσε, «ο νέος γεωμορφολογικός χάρτης της περιοχής θα αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές επιστημονικές προτάσεις γεωφυσικών αποστολών και, παράλληλα, θα είναι ένα εργαλείο προσέγγισης για την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την αόρατη δραστηριότητα των υποθαλάσσιων ηφαιστείων και ρηγμάτων. Σχεδιάζουμε να εφαρμόσουμε αυτόν τον χάρτη σε εκτιμήσεις φυσικού κινδύνου για τη Σαντορίνη, συμπεριλαμβανομένης της ταξινόμησης των κινδύνων με βάση την απόσταση από ηφαιστειακά κέντρα και επίκεντρα σεισμών».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ